κεραμιδογατος

κεραμιδογατος
sokak kedisi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεραμιδόγατος — ο 1. κοινή ονομασία γάτων που δεν ανήκουν σε ορισμένη ράτσα 2. άντρας με πλούσια και ποικίλη ερωτική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + γάτος (< γάτος), πρβλ. ζηλιαρό γατος, σπιτό γατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”